χωρομετρώ

χωρομετρώ
(ε) μετ. межевать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χωρομετρώ" в других словарях:

  • χωρομετρώ — χωρομετρῶ, έω, ΝΑ [χωρομέτρης] καταμετρώ εδαφικές εκτάσεις με τη χρήση κατάλληλων οργάνων …   Dictionary of Greek

  • χωρομετρώ — και χωρομετράω χωρομέτρησα, χωρομετρήθηκα, χωρομετρημένος, μετρώ χώρο με κατάλληλα όργανα, μετρώ εδαφικές εκτάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωρομέτρηση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χωρομετρώ, η καταμέτρηση γεωργικών εκτάσεων με την χρήση κατάλληλων οργάνων και την εφαρμογή συγκεκριμένων μεθόδων 2. χωρομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωρομετρώ. Η λ., στον λόγιο τ. χωρομέτρησις, μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

  • γεωδαιτώ — γεωδαίτησα, χωρίζω τη Γη, χωρομετρώ: Οι μηχανικοί γεωδαίτησαν την περιοχή όπου θα χτιζόταν ο νέος οικισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωρομέτρηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χωρομετρώ, η καταμέτρηση του εδάφους με κατάλληλα όργανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»